μορμόνος

μορμόνος
ο рел мормон, последователь мормонства

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μορμόνος" в других словарях:

  • Μορμόνος — ο συν. στον πληθ. οι Μορμόνοι οι πιστοί τής θρησκευτικής κίνησης τού μορμονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μormon, όν. φανταστικού προφήτη] …   Dictionary of Greek

  • μορμόνος — μορμώ she monster fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»